Αν και το περιεχόμενο αυτής της ιστοσελίδας θα πρέπει να είναι προσβάσιμο από οποιαδήποτε συσκευή, έχει φτιαχτεί για να φαίνεται από φυλλομετρητές (browser) που υποστηρίζουν διεθνή πρότυπα σχεδίασης. Αν είναι δυνατόν σας συνιστούμε να αναβαθμίσετε τον φυλλομετρητή σας σε έναν πιο πρόσφατο, όπως τον Firefox, τον Opera, τον Safari ή και άλλους.
Ο Αλέκος Ε. Φλωράκης, Δρ Εθνολόγος-Λαογράφος, με καταγωγή από τη Νάξο συγκεντρώνει σε αυτό το βιβλίο την πολυετή έρευνά του στο θέμα της μαρμαρογλυπτικής στη Νάξο. Παραθέτουμε αυτούσιο τον Πρόλογο του βιβλίου που είναι και η περίληψη των περιεχομένων του.
Είναι τιμή μας να είμαστε υποστηρικτές αυτού του έργου που απουσίαζε από τη Ναξιακή βιβλιογραφία.
Κυκλοφορεί από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ"
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Κοντά στα μεγάλα κυκλαδίτικα κέντρα της νεοελληνικής μαρμαροτεχνίας, την Τήνο και την Πάρο, τα οποία επεξέτειναν τη δραστηριότητά τους σε ευρύτερο γεωγραφικό χώρο, η Νάξος λειτούργησε ως τοπικό κέντρο, διαθέτοντας πρώτη ύλη και τεχνίτες. Οι αφετηρίες της ναξιακής μαρμαρογλυπτικής τοποθετούνται στα τελευταία χρόνια της Λατινοκρατίας. Τότε η προϋπάρχουσα βυζαντινή παράδοση εμπλουτίστηκε σταδιακά με δυτικές επιρροές. Η θέση του νησιού ως έδρας του Δουκάτου του Αιγαίου (1207 – 1566) και η παρουσία των Βενετών αρχόντων εξασφάλισαν από νωρίς ευκαιρίες εφαρμογής, κυρίως μέσω των οικοσήμων και των αρχιτεκτονικών κατασκευών.
Αν και οι μαστόροι που φιλοτέχνησαν τα πρώιμα εκείνα μαρμαρόγλυπτα πρέπει να ήταν κατά το πλείστον Ναξιώτες, φαίνεται πιθανή, σε ορισμένες περιπτώσεις, η μετάκληση τεχνιτών από την Ιταλία και τη βενετοκρατούμενη Κρήτη, οι οποίοι ενίσχυσαν τη ντόπια μαστοροσύνη, εισάγοντας τεχνικές και μορφολογικές καινοτομίες. Από το 17ο και κυρίως το 18ο αιώνα, εντυπωσιακή είναι η επίδραση της Πάρου, ως αποτέλεσμα της άμεσης γειτνίασης των δύο νησιών και της κοινής διοικητικής υπαγωγής τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η καταφανής συγγένεια τύπων, μορφολογίας και τεχνικής μάς επιτρέπει σε αρκετές περιπτώσεις να μιλήσουμε για μια κοινή « παροναξιακή » παράδοση στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Αργότερα, από τα τέλη του 18ου αιώνα έως και τον 20ο επισημαίνεται έντονη επίδραση και παρουσία του άλλου μεγάλου κέντρου μαρμαρογλυπτικής των Κυκλάδων, της Τήνου. Πάντως, σε όλο αυτό το διάστημα, παράλληλα με τους Παριανούς και τους Τηνιακούς, δεν έπαψαν να εργάζονται στο νησί και οι Ναξιώτες.
Δεν γνωρίζουμε μέχρι πότε συνεχίστηκε στη Νάξο η ντόπια μαρμαροτεχνική απασχόληση. Το 1972, κατά μαρτυρία του Νίκου Κεφαλληνιάδη, « μαρμαράδες καλλιτέχνες δεν υπάρχουν ». Αξίζει ωστόσο να τονιστεί ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται επαναδραστηριοποίηση, καθώς ορισμένοι νέοι του νησιού, απόφοιτοι της Σχολής Μαρμαροτεχνίας Πανόρμου Τήνου ή αυτοδίδακτοι, έχουν ξαναρχίσει να δουλεύουν το μάρμαρο, στο πλαίσιο της σύγχρονης χειροτεχνίας.
Στο βιβλίο αυτό, η ναξιακή μαρμαρογλυπτική παρακολουθείται από το 15ο αιώνα μέχρι σήμερα. Οι διαδοχικές φάσεις της, το ύφος και η τεχνική, οι επιδράσεις που δέχτηκε, οι ανώνυμοι μαρμαράδες της, αλλά και όσων τα ονόματα κατέστη δυνατόν να επισημανθούν, τα ποικίλα και ποιοτικά προϊόντα της, η σύγχρονη παρουσία και οι προοπτικές της διερευνώνται και διαφωτίζονται μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα. Ειδικότερα, το βιβλίο απαρτίζεται από τρεις ενότητες, οι οποίες συγκεφαλαιώνουν έξι παλαιότερες μελέτες του συγγραφέα και μεγάλο αριθμό φωτογραφιών. Στο τέλος παρατίθεται συγκεντρωτική βιβλιογραφία.
Στην πρώτη και εκτενέστερη ενότητα, με τον τίτλο « Δρόμοι και επιδράσεις στη ναξιακή μαρμαρογλυπτική », μελετάται η διαδρομή της τοπικής μαρμαρογλυπτικής στο διάστημα των έξι τελευταίων αιώνων και τεκμηριώνεται η θέση της Νάξου ως αυτόνομου κέντρου της τέχνης του μαρμάρου, πλάι στα άλλα κυκλαδίτικα κέντρα. Η έρευνα ανακοινώθηκε αρχικά στο Δ´ Πανελλήνιο Συνέδριο με θέμα « Η Νάξος διά μέσου των αιώνων » (Κωμιακή 4 – 7 Σεπτεμβρίου 2008) και δημοσιεύτηκε σε περιληπτική μορφή, με λίγες ενδεικτικές φωτογραφίες και με επιλογή βιβλιογραφίας, στον τόμο των πρακτικών του Συνεδρίου (2013, σσ. 201 – 223). Εδώ δημοσιεύεται στην πλήρη μορφή της, με την τεκμηρίωση και το σύνολο των φωτογραφιών.
Η δεύτερη ενότητα, με τον τίτλο « Απεραθίτισσα και Φιλωτίτισσα: δύο χαρακτηριστικά μνημεία μαρμαρογλυπτικής », επικεντρώνεται αναλυτικά σε δύο συγκεκριμένα παραδείγματα, με αντίστοιχες μελέτες: τις ενοριακές εκκλησίες τ’ Απεράθου και του Φιλωτιού, οι οποίες διαθέτουν πλούσιο μαρμαρόγλυπτο διάκοσμο και συνδέονται με το πρόσωπο του ίδιου τεχνίτη, του Γιαννούλη Σκούτραλη ή « Ντηνιακού » (αρχές 19ου αιώνα). Η πρώτη από τις μελέτες αυτές (« Ο μαρμαράς Γιαννούλης Σκούτραλης στη Νάξο και η Παναγία η Απεραθίτισσα ») συμπεριλήφθηκε στον τιμητικό τόμο για τον καθηγητή Δημήτριο Β. Οικονομίδη Δρυς Υψικάρηνος (Αθήνα 2007, σσ. 647 – 674). Η δεύτερη μελέτη (« Ο μαρμάρινος γλυπτός διάκοσμος της Παναγίας της Φιλωτίτισσας Νάξου ») ανακοινώθηκε στο « Διήμερον πνευματικόν συμπόσιον Παναγία η Φιλωτίτισσα, 200ή επέτειος εγκαινίων του ιερού ναού », (Φιλώτι 21 – 22 Αυγούστου 2006) και δημοσιεύτηκε στον τόμο Ναξιακά 2(2012), σσ. 263 – 312.
Την τρίτη ενότητα, με τίτλο « Το μάρμαρο στη σημερινή Νάξο », συνθέτουν τρία μικρότερα άρθρα, αναφερόμενα στη λατομική αλλά και τη μαρμαροτεχνική δραστηριότητα της σύγχρονης Νάξου, που φαίνεται να επανακάμπτει: « Τα σύγχρονα λατομεία της Νάξου και ο Σανιδάς των αδελφών Καρποντίνη » (Ναξιακά Γράμματα, αρ. 4, Ιούλ. – Σεπτ. 2012, σσ. 60 – 68), « Νικόλας Βερύκοκκος. Η τέχνη του μαρμάρου επιστρέφει στη Νάξο » (Ναξιακά Γράμματα, αρ. 1, Οκτ. – Δεκ. 2011, σσ. 50 – 54) και « Χρήστος Μπουλαξής. Δουλεύοντας το μάρμαρο και την πέτρα στις Εγκαρές Νάξου » (Ναξιακά, αρ. 36/74, Μάρτ. – Μάι. 2010, σσ. 76 – 85). Και στα τρία έχουν γίνει προσθήκες.
Το βιβλίο αυτό έχει για μένα και μια ξεχωριστή σημασία, κα-θώς αναφέρεται στον τόπο της καταγωγής μου, τη Νάξο. Πέραν λοιπόν του επιστημονικού μου ενδιαφέροντος για το αντικείμενο, το θεωρώ και ως τιμή οφειλόμενη στην πατρική μου οικογένεια (Εγκαρές και Γαλήνη) και κατά ένα μικρό μέρος στη μητρική μου (Απεράθου). Γι’ αυτό και οφείλω χάριτες στους αδελφούς Νίκο, Μανούσο και Απόστολο Καρποντίνη και στο γιο του πρώτου, Γιάννη, ιδιοκτήτες των λατομικών επιχειρήσεων « Αφοί Καρποντίνη - Ναξιακά Μάρμαρα Ο.Ε. », οι οποίοι, με το ενδιαφέρον και την αγάπη τους για το νησί, ανέλαβαν σημαντικό μέρος της εκδοτικής δαπάνης. Ανάλογες ευχαριστίες, για οικονομική ενίσχυση μέσω παραγγελίας αντιτύπων, οφείλω και στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, Τμήμα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Κυκλάδων. Οι ευχαριστίες μου, τέλος, προς τον παλαιό συνεργάτη και φίλο, τον εκδότη Στρατή Γ. Φιλιππότη και το γιο του Ανδρέα, παραμένουν διαρκείς και αμέριστες.
Α.Ε.Φ. Αύγουστος 2014